- ωμίς
- ή ὦμις, ἡ, Αείδος θαλάσσιου ψαριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠμίς — ἀμίς , ἀμίς chamber pot fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμίς — κατωμίς, ίδος, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ κατωμίδες (κατά τον Ησύχ.) «δέρματα ἅπερ οἱ νομεῑς κατὰ τῶν ὤμων φοροῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωμίς (< ὦμος) πρβλ. εξ ωμίς, επ ωμίς] … Dictionary of Greek
παρωμίς — ίδος, ἡ, Α αορτήρας, λουρίδα περασμένη στον ώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωμίς (< ὦμος), πρβλ. επ ωμίς] … Dictionary of Greek
συνωμίς — ίδος, ἡ, Α ωμοπλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ωμίς (< ὦμος), πρβλ. παρ ωμίς] … Dictionary of Greek